κορβέτα

κορβέτα
η
(λ. ιταλ.)
1. ιστιοφόρο πλοίο τριίστιο, πολεμικό ή εμπορικό.
2. σύγχρονο μικρό πολεμικό πλοίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος …   Dictionary of Greek

  • Гиацинт (корвет) — Корвет Гиацинт / Апостолис Hyacinth (K84) …   Википедия

  • HMS Hyacinth (1940) — «Хайасинт» / «Апостолис» Hyacinth (K84) / Αποστόλης …   Википедия

  • βώκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αναστάσιος. Υπηρέτησε στις γολέτες του Δημ. Βώκου (1821 25) και διακρίθηκε στους αποκλεισμούς της Καρύστου, της Κασσάνδρας και του Ωρωπού. 2. Ανδρέας. Πατρικό επώνυμο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… …   Dictionary of Greek

  • περιστερία — Τρία βραχόνησα στη νότια ακτή της Σαλαμίνας. Στα νησιά αυτά, τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1852, (14 με το τότε ημερολόγιο), καταιγίδα έριξε την κορβέτα “Αμαλία”, που κυριολεκτικά διαλύθηκε. Η ίδια καταιγίδα κατέριψε και μια στήλη στο ναό του… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Αγιοβλασίτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το χωριό Σαββανό των Καλαβρύτων. Πολέμησε υπό από τις διαταγές των B. και Ν. Πετμεζά στην Πελοπόννησο. 2. Έμπορος από την Πάργα της Ηπείρου. Από τις πρώτες ώρες της Επανάστασης του 1821… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”